Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας


Στον άριστο συντονισμό των Κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου και στην κοινή τους αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας μέσα από μια ουσιαστική παρέμβαση της ΕΕ, αναφέρθηκαν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, οι οποίοι συναντήθηκαν στις 14 Ιουλίου 2020, στο Μέγαρο Μαξίμου, στην Αθήνα.
Μετά την κατιδίαν συνάντηση που είχαν, και στη συνέχεια τις διευρυμένες συνομιλίες των αντιπροσωπειών των δύο Κυβερνήσεων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε δηλώσεις του στους δημοσιογράφους είπε ότι ανάμεσα στα θέματα που συζήτησαν σήμερα ήταν το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, σημειώνοντας ότι «οι θέσεις μας συμπίπτουν με μια πλειοψηφία ευρωπαϊκών κρατών και έτσι έπρεπε να γίνει ένας συντονισμός γνωρίζοντας τα περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να κινηθούμε προκειμένου να αντιμετωπιστούν η οικονομική κρίση και τα προβλήματα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της πανδημίας.

Το δεύτερο θέμα που μας απασχόλησε και στο οποίο υπάρχει επίσης πλήρης ταύτιση απόψεων, ήταν η αντιμετώπιση των προκλήσεων σαν αποτέλεσμα της παραβίασης του διεθνούς δικαίου, των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, από μια χώρα που δεν παύει ακόμη να είναι υποψήφια προς ένταξη.

Και οι δύο χώρες μας αυτό που επιδιώκουν είναι τον διάλογο, την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Δεν είμεθα εμείς που προκαλούμε τον οποιονδήποτε. Αντίθετα, προκαλούμεθα μέσα από έκνομες ενέργειες και δεν προκαλούμεθα απλώς Ελλάδα και Κύπρος, αλλά η Ευρώπη.

Για εκείνο που θέλω να διαβεβαιώσω και να εκφράσω την ιδιαίτερη μου ικανοποίηση είναι ο άριστος συντονισμός των δύο Κυβερνήσεων, η από κοινού αποφασιστικότητα να αντιμετωπίσουμε αυτή την επιθετικότητα όχι μέσα από μια αντίστοιχη πρόκληση, αλλά μέσα από την επιδίωξη ενός ουσιαστικού διαλόγου, μιας ουσιαστικής παρέμβασης της ΕΕ στην ουσία, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός ουσιαστικού διαλόγου που θα οδηγήσει στην ειρήνη, στη σταθερότητα και στον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες. Αυτά είναι τα πιστεύω της Ευρώπης, τα πιστεύω της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας και προς αυτή την κατεύθυνση πολιτευόμαστε.

Και χαίρομαι να πω ότι τα συμπεράσματα από τις συνομιλίες είναι κοινά.

Δεν θα επιτρέψουμε να επικρατήσει αυτό που η Τουρκία επιδιώκει, δηλαδή να υποκύψουμε στην πρόκληση για να δημιουργηθεί μια κρίση αχρείαστη. Αυτό που από κοινού θα πράξουμε είναι να δούμε πως από κοινού ενεργοποιείται αποτελεσματικότερα η ΕΕ. Ιδιαίτερα θα επικαλεστούμε τις ευαισθησίες των Ευρωπαίων εταίρων, όχι μόνο στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, αλλά και σε αυτό που δεν ανέμενε κανείς από ένα κοσμικό κράτος να πράξει, τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε Τέμενος.

Η Αγία Σοφία ανήκει στους ορθόδοξα, καθολικά, διαμαρτυρόμενους ανά τον κόσμο που σέβονται την πολιτιστική κληρονομιά, διότι η Αγία Σοφία είναι ένα απόκτημα, μια κληρονομιά πολιτιστική που δεν ξεχωρίζει θρησκευτική ταυτότητα, αλλά είναι ένα σύμβολο ενός μεγαλουργήματος του 6ου αιώνα. Συνεπώς, από κοινού θα ενεργήσουμε και μαζί μας οι απανταχού πολιτισμένοι άνθρωποι ώστε να σταλεί ισχυρό μήνυμα πως είναι αδιανόητο τη σύγχρονη εποχή να περιφρονούνται με τόση αμετροέπεια πολιτιστικά κληρονομήματα.

Νιώθω την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη του Κυπριακού Ελληνισμού για τη διαχρονική στήριξη στα δίκαια και δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας που δεν καλύπτουν μόνο τους Ελληνοκύπριους, αλλά και τους συμπατριώτες μου Τουρκοκύπριους.

Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και εύχομαι ό,τι καλύτερο και για την Ελλάδα και για την Κύπρο».

Από την πλευρά του ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας είπε ότι «κ. Πρόεδρε, αγαπητέ Νίκο, σε υποδέχθηκα σήμερα σε κλίμα φιλίας και συνεργασίας, όπως πάντοτε άλλωστε. Λίγο πριν από το κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπως ξέρετε το βασικό θέμα στην ατζέντα του είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Ο νέος χρηματοδοτικός μηχανισμός, δηλαδή, που θα επιτρέψει στις οικονομίες των κρατών μελών, αλλά και της Ευρώπης συνολικά, να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, κάτι που ενδιαφέρει απολύτως τις δύο χώρες μας που πλήττονται ειδικά από την υποχώρηση που έφερε η υγειονομική κρίση στον κρίσιμο τομέα του τουρισμού. Στο ζήτημα αυτό, πρέπει να σας πω, ότι οι θέσεις μας ταυτίζονται απόλυτα, συμπίπτουν, όμως, και με τις θέσεις της μεγάλης πλειοψηφίας των εταίρων μας.

Επιμένουμε στο ακέραιο του ύψους των ενισχύσεων που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Υποστηρίζουμε ότι ο κεντρικός τους κορμός πρέπει να είναι οι επιχορηγήσεις και όχι ο δανεισμός και βέβαια επιμένουμε ότι για τη διάθεσή τους δεν χρειάζονται πρόσθετες ειδικές προϋποθέσεις. Το ισχύον πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άλλωστε, είναι ήδη λειτουργικό και, όπου απαιτείται, αρκετά αυστηρό.

Πρόκειται για ένα στοίχημα της Ευρώπης, που αφορά μία θεμελιώδη αρχή της. Αυτήν της αλληλεγγύης και της ισόρροπης ανάπτυξης. Αλλά πρόκειται και για μια πρόκληση σχετικά με τον τρόπο που η ευρωπαϊκή μας οικογένεια αντιδρά κάθε φορά στα ζητήματα των καιρών. Και όπως εξήγησα και προσωπικά στον Πρόεδρο του Συμβουλίου, τον κ. Charles Michel, με τον οποίον επικοινώνησα και πάλι χθες τηλεφωνικά, μετά το τέλος της Συνόδου δεν πρέπει να γυρίσουμε στις πατρίδες μας χωρίς μία λύση κοινής αποδοχής.

Οι αγορές έχουν ήδη υποδεχθεί πολύ θετικά την τολμηρή Ευρωπαϊκή αντίδραση, όπως τουλάχιστον αυτή προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Περιμένουν την εφαρμογή της. Συνεπώς, οφείλουμε όλοι να κινηθούμε ταχύτατα. Η πρόταση της Κομισιόν είναι ελπιδοφόρα. Είναι σύνθετη. Προϋποθέτει γόνιμους συμβιβασμούς. Είμαι σίγουρος ότι αυτοί θα γίνουν, καθώς καραδοκεί πάντα ένα δεύτερο κύμα κορωνοϊού και οι διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης δεν πρέπει να είναι απλά αποτελεσματικές, αλλά πρέπει να είναι και πολύ γρήγορες.

Με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη κάναμε επίσης και μία επισκόπηση των συνολικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας, τις οποίες, δυστυχώς, εξακολουθεί να φορτίζει η επιθετική στάση της Άγκυρας. Η ρητορική, αλλά και οι ενέργειές της επιμένουν, δυστυχώς, να κινούνται εκτός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου, προκαλώντας όλες τις γειτονικές χώρες. Παραβιάζουν ανοιχτά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και της Ελλάδος. Στρέφονται συνολικά, θα έλεγα, κατά της Ευρώπης, όχι μόνο κατά των δύο κρατών μας. Οι προκλήσεις είναι πολλές και κοινές και δεν απευθύνονται μόνο κατά των δύο χωρών μας, απευθύνονται προς σύσσωμη την Ευρώπη, αφού εκτοξεύονται από ένα κράτος το οποίο είναι τυπικά υποψήφιο προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα χρήζουν και μίας συνολικής ευρωπαϊκής απάντησης.

Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, συντονιζόμαστε, όπως το κάναμε πάντα και θα εξακολουθούμε να το κάνουμε. Και διακηρύσσουμε ότι η αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της διεθνούς νομιμότητας, σημαίνει την ώρα για δυναμικότερες αντιδράσεις.

Ενωμένη και αποφασισμένη, η Ευρώπη οφείλει πλέον να καταρτίσει έναν συγκεκριμένο κατάλογο ενεργειών και κυρώσεων εναντίον μίας χώρας που διεκδικεί ρόλο τοπικού ταραχοποιού, αλλά και εξελίσσεται σε απειλή για τη σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Ελλάδα και Κύπρος, και πρέπει να το τονίσω αυτό, ουδέποτε αρνήθηκαν τον καλόπιστο διάλογο. Έναν διάλογο, όμως, ο οποίος θα βασίζεται πάντα στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, στις αρχές της καλής γειτονίας και κυρίως στις αρχές του σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της κάθε χώρας. Χωρίς εκβιαστικές πρακτικές και υποβόσκουσες απειλές περί χρήσης βίας.

Με τον φίλο Νίκο συζητήσαμε και την πρωτοφανή απόφαση του Προέδρου Ερντογάν σχετικά με τον χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας. Μία απόφαση που ασφαλώς μας πληγώνει ως Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους, μας πληγώνει όμως και ως πολίτες του κόσμου. Το θέμα αυτό δεν είναι θέμα ελληνοτουρκικό, δεν είναι καν θέμα ευρωτουρκικό, είναι παγκόσμιο. Είναι πανανθρώπινο ζήτημα.

Με την οπισθοδρομική αυτή κίνηση, η Τουρκία επιλέγει να κόψει δεσμούς με τον Δυτικό κόσμο και τις αξίες του. Εγκαταλείπει ένα πολιτιστικό κεκτημένο πολλών αιώνων, προτιμώντας την εσωστρέφεια. Και τυλίγει με ένα τεχνητό μανδύα ισχύος μία ενέργεια ουσιαστικής αδυναμίας. Γιατί μόνο αδυναμία μπορεί να υποδηλώνει ο υποβιβασμός τέτοιων υποθέσεων σε μοχλούς εσωτερικών χειρισμών.

Σε όλη της την πορεία, άλλωστε, η Αγία Σοφία, αυτό το αριστούργημα, ακολούθησε μία οικουμενική τροχιά. Υπήρξε ορθόδοξη εκκλησία, καθολική εκκλησία όπως και μουσουλμανικό τέμενος. Τελικά, όμως, αναδείχθηκε σε παγκόσμιο μνημείο, κάτι που δεν αλλάζει. Γιαυτό ακόμα και όσοι το βεβηλώνουν με το βυζαντινό του όνομα αναγκάζονται να το αποκαλούν: Αγία Σοφία. Γιατί η ιστορία διδάσκει πως η κληρονομιά του κόσμου δεν μπορεί να γίνει διελκυστίνδα μεταξύ των κρατών και ότι τα μνημεία τελικά δεν ταπεινώνονται, αλλά ταπεινώνουν εκείνους που δεν τα σέβονται.

Η Αγία Σοφία είναι μεγαλύτερη από όλους και τους ξεπερνά όλους, μας ξεπερνά όλους. Θα στέκει, λοιπόν, ακλόνητη στη θέση της, διατηρώντας την ακτινοβολία που εκπέμπει από τον 6ο αιώνα, έχοντας πάντα ακέραιο το ιστορικό και καλλιτεχνικό της φορτίο. Με εμβέλεια που απλώνεται πάνω από χώρες και θρησκείες και με διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτές μίας διοικητικής απόφασης.

Μετά από αυτή την προσβολή που της απευθύνεται, βέβαια, γεννιέται το ερώτημα αν η Αγία Σοφία θα μπορεί πλέον να διατηρεί τα ιδιαίτερα προνόμια του παγκόσμιου μνημείου πολιτισμού της UNESCO. Και εάν βέβαια είναι δίκαιο να εξακολουθεί η UNESCO να δωρίζει την τεράστια αίγλη της, αλλά και όσα συνεπάγεται, στη χώρα που υποτίθεται ότι το φιλοξενεί.

Απέναντι σε αυτή την αχρείαστη, μικρόψυχη πρωτοβουλία της Τουρκίας, η Ελλάδα μελετά την αντίδρασή της σε όλα τα επίπεδα. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το σύμβολο της ειρηνικής συνύπαρξης, της θρησκευτικής ανεκτικότητας και του πολιτισμού δεν μπορεί να μείνει αιχμάλωτο πολιτικών χειρισμών, ούτε μπορεί να φυλακιστεί τελικά στα μικρά όρια της συγκυρίας. Η Αγία Σοφία, άλλωστε, έχει εδώ και αιώνες προειδοποιήσει κάθε προσκυνητή ή επισκέπτη της με το ρητό πάνω στην κρήνη της: Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν. Να ξεπλένεις, δηλαδή, τα ανομήματά σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου».

Μετά τις δηλώσεις οι δύο ηγέτες και τα μέλη των αντιπροσωπειών τους παρακάθισαν σε γεύμα εργασίας.

Στην κυπριακή αντιπροσωπεία μετείχαν ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Χριστοδουλίδης, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Κυριάκος Κούσιος, ο Πρέσβης της Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Κενεβέζος και ο Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Κούρος.