Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας


Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης είχε τη Δευτέρα, 30 Σεπτεμβρίου 2024, συνάντηση με την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κα Κατερίνα Σακελλαροπούλου, με την οποία είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση και διευρυμένες συνομιλίες μαζί με τις αντιπροσωπίες των δύο χωρών.

Στη συνέχεια οι δύο Πρόεδροι προέβησαν σε δηλώσεις στα ΜΜΕ.

Στις δηλώσεις του ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε: «Είναι με αισθήματα ιδιαίτερης τιμής, αλλά και χαράς που σας καλωσορίζω εκ μέρους του κυπριακού λαού στο Προεδρικό Μέγαρο. Μας τιμά ιδιαίτερα η παρουσία σας στην Κύπρο, για να συμμετάσχουμε μαζί στους αυριανούς επίσημους εορτασμούς για την 64η επέτειο από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η παρουσία σας στην Κύπρο με την ιδιότητα του ανώτατου πολιτειακού αξιωματούχου του ελληνικού κράτους δεν ενέχει αποκλειστικά συμβολικό χαρακτήρα, έναν συμβολισμό ο οποίος πηγάζει αναντίρρητα μέσα από τους ακατάλυτους ιστορικούς δεσμούς Ελλάδας και Κύπρου. Η παρουσία σας λαμβάνει και έναν πολύ ουσιαστικό χαρακτήρα, καθώς συμπίπτει με μια κατεξοχήν πολύσημη χρονιά για την πατρίδα μας.

Το 2024 συνοδεύεται από κρίσιμα ιστορικά ορόσημα για τον τόπο μας και για τον Ελληνισμό ευρύτερα. Φέτος συμπληρώθηκε μισός αιώνας από το μαύρο καλοκαίρι του 1974 και την τουρκική εισβολή, 50 χρόνια παράνομης στρατιωτικής κατοχής του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, 50 χρόνια που ο ελληνισμός της Κύπρου παραμένει όρθιος και συνεχίζει να αγωνίζεται για την ευλογημένη μέρα της απελευθέρωσης και της επανένωσης.

Η έμπρακτη, ουσιαστική και διαχρονική στήριξη της Ελλάδας στο μεγαλύτερο εθνικό ζήτημα, στο Κυπριακό, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πλέον καταλυτικούς παράγοντες στη συνέχιση της προσπάθειάς μας όλα αυτά τα χρόνια για προάσπιση των συμφερόντων και τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχω την έντονη πεποίθηση ότι ο στενός συντονισμός και η διαχρονική συνεργασία μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας αποτελεί, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το ισχυρότερο εχέγγυο απέναντι σε κάθε είδους αβάσιμες αξιώσεις και επεκτατικές φιλοδοξίες.

Την ίδια στιγμή, οι ακατάλυτοι κοινοί μας δεσμοί, οι κοινές στρατηγικές μας επιδιώξεις σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο αντικατοπτρίζονται μέσα από ένα ακόμη ιστορικό ορόσημο, το δεύτερο σημαντικό της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, μια θεμελιώδη στιγμή για την πορεία και το μέλλον του τόπου μας. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στο μεγάλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, πριν από 20 ακριβώς χρόνια, ήταν το επιστέγασμα των κοινών αγώνων Αθήνας και Λευκωσίας. Ήταν το επιστέγασμα μιας πολυετούς και επίπονης προσπάθειας, για να καταστεί η Κύπρος ισότιμο, πλήρες και αναπόσπαστο μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας.

Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνάντησης με τη φίλη Πρόεδρο της Ελλάδος, είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις σε ζητήματα διμερούς συνεργασίας, όπως και για την αξιοσημείωτη πρόοδο που παρατηρείται μετά και την καθιέρωση από το 2023 του διακυβερνητικού σχήματος συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εν λόγω πλαίσιο έδωσε περαιτέρω και ουσιαστική ώθηση στην ήδη εξαίρετη διμερή μας συνεργασία, όπως επίσης στην ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε σημαντικούς τομείς, όπως η διαχείριση κρίσεων, η πολιτική προστασία, η παιδεία, η υγεία και η ψηφιακή διακυβέρνηση.

Είναι, συνεπώς, με μεγάλη χαρά που θα φιλοξενήσουμε εδώ, στη Λευκωσία, στα τέλη Νοεμβρίου τη δεύτερη διακυβερνητική σύνοδο Κύπρου-Ελλάδας, με την παρουσία του Έλληνα Πρωθυπουργού και των αρμόδιων Υπουργών.

Σήμερα είχα επίσης την ευκαιρία να ενημερώσω την κα Πρόεδρο για το Κυπριακό μετά και τις πρόσφατες επαφές μου στη Νέα Υόρκη, συμπεριλαμβανομένης και της συνάντησης με τον Γενικό Γραμματέα (ΓΓ) των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ), και πιο συγκεκριμένα για όλα αυτά που έχουμε κάνει αυτούς τους 19 μήνες προς την κατεύθυνση της επανέναρξης των συνομιλιών, πάντα εντός του συμφωνημένου πλαισίου λύσης ως ορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος μέλος της ΕΕ.

Το Κυπριακό, εξάλλου, πέραν από κατεξοχήν θέμα εισβολής και κατοχής, αποτελεί και ευρωπαϊκό ζήτημα και ως τέτοιο απαιτεί ευρωπαϊκή λύση, η οποία θα σέβεται απόλυτα και απαρέγκλιτα τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων ανεξαιρέτως των Κυπρίων, Ευρωπαίων πολιτών.

Με τη φίλη Πρόεδρο ανταλλάξαμε επίσης απόψεις όσον αφορά στην πολύ στενή συνεργασία μας εντός της ΕΕ, η οποία περνά περίοδο έντονων διεργασιών ενόψει και του νέου θεσμικού και νομοθετικού κύκλου. Την ίδια στιγμή, δεδομένων των πολλαπλών προκλήσεων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, συζητήσαμε ζητήματα όπως η μετανάστευση, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και φυσικά η κρίση στη Μέση Ανατολή, οι ανησυχητικές εξελίξεις, αλλά και ο ρόλος που Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να διαδραματίσουν ως πυλώνες ασφάλειας και σταθερότητας.

Είναι θεωρώ επιβεβλημένο πως, για να απαντήσουμε με τρόπο αποτελεσματικό και μόνιμο στις κοινές κρίσεις και προκλήσεις, απαιτείται την ίδια στιγμή –είναι κάτι που Ελλάδα και Κύπρος προωθούν– και πανευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα άμυνας και ασφάλειας. Χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε μια ΕΕ, η οποία να είναι στρατηγικά αυτόνομη και γεωπολιτικά ενισχυμένη και ισχυρότερη σε ένα διεθνές περιβάλλον, το οποίο είναι αστάθμητο, μεταβάλλεται διαρκώς. Στο πλαίσιο αυτό, η Κύπρος και η Ελλάδα έχουν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν, ειδικότερα σε σχέση με το αποτύπωμα της ΕΕ στην ιδιαιτέρως σημαντική και στρατηγικής σημασίας περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

Αγαπητή κα Πρόεδρε, φίλη Κατερίνα, ολοκληρώνοντας, επιθυμώ να εκφράσω για ακόμη μια φορά τις θερμές ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη τόσο εμένα προσωπικά όσο και του κυπριακού λαού για την ακλόνητη και διαχρονική στήριξη προς την Κύπρο, στον αγώνα μας για τερματισμό της κατοχής, για την ελευθερία και επανένωση του νησιού μας.

Με την Ελλάδα ως τον διαρκή μας συνοδοιπόρο και συμπαραστάτη, ως το πλέον ανιδιοτελές στήριγμα σε κάθε εθνική φιλοδοξία και επιδίωξη, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο επίκαιρη συγκυρία από το να σας καλωσορίσω σήμερα στην Κύπρο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 64 χρόνων από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την σημαντικότερη κατάκτηση του κυπριακού λαού.»

Από την πλευρά της, η Πρόεδρος Σακελλαροπούλου είπε, μεταξύ άλλων: «Με βαθιά συγκίνηση και αισθήματα περηφάνειας βρίσκομαι σήμερα στη Λευκωσία, για να τιμήσουμε μαζί την 64η επέτειο ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτίουμε φόρο τιμής σε όλους όσοι αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για την αποτίναξη του αποικιοκρατικού ζυγού και την αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού, αλλά και θυσιάστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν για την υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας και της ελευθερίας της Κύπρου.

Οι αγώνες αυτοί δεν ήταν μάταιοι, καθώς οδήγησαν τελικά στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ενός κράτους που παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε από τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσής του το 1960, και παρά το άχθος της παράνομης τουρκικής εισβολής το 1974 και της εδώ και μισό αιώνα συνεχιζόμενης κατοχής, έθεσε φιλόδοξους στόχους και τους πέτυχε. Η Κυπριακή Δημοκρατία, όχι μόνο αναγνωρίστηκε και παραμένει η μόνη ανεξάρτητη και νόμιμη κρατική υπόσταση του νησιού, αλλά κατέστη πριν από 20 χρόνια, με τη συνδρομή και της Ελλάδας, πλήρες κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), πυλώνας ασφάλειας και σταθερότητας στη δοκιμαζόμενη περιοχή της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου.

Τον σταθεροποιητικό ρόλο της Κύπρου αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, η εδραίωση και η εμβάθυνση των τριμερών και πολυμερών περιφερειακών μας συνεργειών, σχημάτων ανοιχτών σε όλες τις γειτονικές χώρες, με βασική προϋπόθεση τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, καθώς και των σχέσεων καλής γειτονίας.

Η παρουσία μου στην Κύπρο εμπεριέχει ένα συμβολικό, αλλά και ουσιαστικό μήνυμα ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, άρρηκτα συνδεδεμένες με ιστορικούς, αδελφικούς δεσμούς, συνεργάζονται στενά και συνδημιουργούν με αυτοπεποίθηση ένα κοινό μέλλον ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας στην περιοχή μας. Πενήντα χρόνια μετά την παράνομη τουρκική εισβολή, η Ελλάδα συνεχίζει να διατρανώνει σε κάθε κατεύθυνση ότι παραμένει αρωγός και συμπαραστάτης της Κυπριακής Δημοκρατίας στον διαρκή αγώνα για τερματισμό της κατοχής, απελευθέρωση και επανένωση σε ένα κράτος λειτουργικό, ευρωπαϊκό και δημοκρατικό.

Στο πλαίσιο αυτό συζητήσαμε με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη για τις τελευταίες εξελίξεις στο εθνικό θέμα, μετά και τις επαφές του ιδίου, καθώς και της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Νέα Υόρκη. Επαναβεβαιώσαμε ότι οι δύο χώρες μας παραμένουν αταλάντευτα προσηλωμένες στον στόχο για την επίτευξη αμοιβαίας αποδεκτής, δίκαιης, λειτουργικής και βιώσιμης επίλυσης του κυπριακού προβλήματος, εντός του πλαισίου των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών και του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Με ρεαλισμό και αποφασιστικότητα διεκδικούμε λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή υποστηρίζουμε πλήρως, σταθερά και ενεργά τη συνέχιση της αποστολής καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για άρση του αδιεξόδου και επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων.

Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους και κυρίως από την Τουρκία ότι η ειρήνη, η συνεργασία και η ευημερία δεν επιτυγχάνονται διά της βίας και της επιβολής των όπλων. Η παρανομία δεν μπορεί ποτέ να παράγει δίκαιο, ιδίως σε μια περίοδο όπου η διεθνής νομιμότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται βάναυσα στην Ουκρανία και αλλού. Καμία απόκλιση από τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Για τον λόγο αυτόν, οι διχοτομικές λογικές και οι επιδιώξεις δημιουργίας δύο κρατών στην Κύπρο δεν μπορούν παρά να απορριφθούν.

Με τον Πρόεδρο συμφωνήσαμε ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επανεκκίνηση του διαλόγου στο Κυπριακό, πάντα σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παράλληλα, έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων συνδέεται άρρηκτα με την πρόοδο στο Κυπριακό, όπως άλλωστε έχει τονίσει επανειλημμένα στα Συμπεράσματά του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αναμένουμε λοιπόν από την άλλη πλευρά να αξιοποιήσει την ευκαιρία που παρουσιάζεται, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη εποικοδομητική στάση, προκειμένου να επανεκκινήσει η διαδικασία των συνομιλιών, χωρίς προαπαιτούμενα και τελεσίγραφα.

Πέραν του εθνικού θέματος, με τον Νίκο Χριστοδουλίδη επιβεβαιώσαμε το άριστο επίπεδο των διμερών μας σχέσεων και τη συνεργασία των χωρών μας, η οποία εκτείνεται σε ένα ευρύτατο φάσμα τομέων, από την πολιτική προστασία και την άμυνα ως την ενέργεια και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στο πλαίσιο αυτό, εξήρα τη θεσμοθέτηση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των Κυβερνήσεων των δύο χωρών, η επόμενη σύνοδος του οποίου έχει προγραμματιστεί να λάβει χώρα τον Νοέμβριο στην Κύπρο.

Εξέφρασα επίσης την ικανοποίησή μου για την πρόοδο των προσπαθειών, προκειμένου να υλοποιηθεί το πολύ σημαντικό έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, το οποίο θα ενισχύσει τη στρατηγική μας θέση, θα άρει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και θα συμβάλει στη μείωση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές. Επιτρέψτε μου όμως να τονίσω στο σημείο αυτό ότι πέρα και πάνω από τα προαναφερθέντα πεδία διακυβερνητικής συνεργασίας, η δύναμή μας, ο πυρήνας των σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου ήταν, είναι και θα παραμείνει ο κοινός μας πολιτισμός, η κοινή εθνική μας καταγωγή και τα ειλικρινή αδελφικά αισθήματα αγάπης μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων. Αυτούς τους άρρηκτους δεσμούς οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, διδάσκοντας στις επόμενες γενιές την αξία της ενότητας του οικουμενικού Ελληνισμού.

Τέλος, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για τις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα, με έμφαση στον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στη Μέση Ανατολή. Κοινή είναι η ανησυχία μας για την κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή, αλλά και η διαπίστωση ότι ο μόνος δρόμος για την αποκατάσταση της ειρήνης και την ευημερία των λαών δεν είναι άλλος από την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη σύγχρονη εποχή, ο εθνικιστικός αναθεωρητισμός, η θρησκευτική μισαλλοδοξία, η στοχοποίηση αμάχων και η τρομοκρατία δεν έχουν θέση. Αντίθετα, η υπεράσπιση της ελευθερίας και η προστασία της ανθρώπινης ζωής οφείλουν να αποτελούν πάντοτε την πυξίδα για την πλοήγησή μας στα ταραγμένα νερά ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να συγχαρώ τη χώρα σας κ. Πρόεδρε για τη σταθερή και έμπρακτη βούλησή της να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα. Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή υποστηρίζει με κάθε τρόπο τις προσπάθειες αυτές, οι οποίες αναδεικνύουν τον σημαντικό περιφερειακό ρόλο της Κύπρου και εκτιμώνται από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.

Η Ελλάδα, όπως γνωρίζετε, βρίσκεται πάντα στο πλευρό σας. Καμία δοκιμασία, πρόκληση ή απειλή δεν πρόκειται να μας κάψει. Αντίθετα, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη διεθνή συνεργασία και τον συντονισμό των θέσεων και δράσεων μας.

Τέλος, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω με τη σημερινή ευκαιρία το χρέος όλων μας να συνεχίσουμε να συνδράμουμε με κάθε δυνατό τρόπο στον αγώνα των οικογενειών των αγνοουμένων, μέχρις ότου διακριβωθεί η τύχη και του τελευταίου από αυτούς.»

Κληθείσα από δημοσιογράφο να δώσει το δικό της μήνυμα αναφορικά με την κατάσταση στην περιοχή και μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της κρίσης, η Πρόεδρος Σακελλαροπούλου είπε: «Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος από την πρώτη στιγμή μετά το τρομακτικό τρομοκρατικό χτύπημα της Χαμάς έλαβαν θέση και υποστήριξαν το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και στην προστασία των κατοίκων του.

Ταυτόχρονα όμως και όσο περνούσε καιρός και δημιουργείτο αυτή η έντονη ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, έχουν ενταθεί και συνεχίζονται και θα συνεχίζονται οι προσπάθειες και των δύο χώρων μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ –αλλά πολύ εντονότερα για εμάς, που είναι γειτονική μας περιοχή– για διάλογο για την προοπτική μιας ειρηνικής λύσης και συνύπαρξης δύο κρατών στην περιοχή, Ισραήλ και Παλαιστίνης.

Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι απρόβλεπτη. Θα έλεγα ότι μας οδηγεί σε απαισιόδοξες σκέψεις, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε και δεν έχουμε το δικαίωμα να είμαστε απαισιόδοξοι. Πρέπει πάντα να έχουμε μια δυναμική προσέγγιση. Κάθε μέρα έχουμε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, κάθε μέρα μια νέα εξέλιξη, δυσάρεστη.»

Πρόσθεσε ότι «παρά το ότι θα έλεγε κανείς πώς μπορεί κάποιος να σκεφτεί κάπως αισιόδοξα, παρά λοιπόν αυτό το πολύ ζοφερό σκηνικό για την ευρύτερη περιοχή, όχι μόνο για τους δυστυχείς κατοίκους αυτών των περιοχών που πλήττονται άμεσα, θα έλεγα ότι ο μόνος δρόμος είναι αυτός που και οι δύο χώρες μας ακολουθούν, ο δρόμος του διαλόγου, η προσπάθεια μιας ειρηνικής επίλυσης. Προφανώς να γίνονται τα βήματα ανθρωπιστικών δράσεων στη διάρκεια αυτού του διαλόγου, που ας ελπίσουμε θα επιτευχθεί. Βεβαίως ο άξονας και οι ανυποχώρητες αρχές είναι ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά πραγματικά δεν θα ήθελα να στείλω κανένα άλλο μήνυμα παρά την ανάγκη για διάλογο».

Σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι οι πληροφορίες συγκλίνουν για κοινή συνάντηση με τον κ. Tatar, παρά την επιμονή της Τουρκίας στις θέσεις της, και ερωτηθείς αν αυτό δεν εμπεριέχει κινδύνους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε: «Όπως γνωρίζετε μόλις έχω επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια των εκεί επαφών μου, θα επικεντρωθώ στη συνάντηση με τον ΓΓ των ΗΕ, εξέφρασα για ακόμη μια φορά την ετοιμότητά μου για κοινή συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, συνάντηση με Τούρκους αξιωματούχους, με μοναδικό στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών. Χαίρομαι, γιατί από πλευράς της διεθνούς κοινότητας αναγνωρίζεται η πολιτική μας βούληση, η ετοιμότητά μας, η οποία έχει αποδειχθεί αυτούς τους 19 μήνες μέσα από συγκεκριμένες αποφάσεις που έχουμε λάβει. Την ίδια στιγμή χαίρομαι, γιατί από τις συζητήσεις και από τις επαφές που είχα είναι ξεκάθαρο το μήνυμα της διεθνούς κοινότητας ότι δεν μπορεί να υπάρξει επανέναρξη των συνομιλιών ούτε επίλυση του Κυπριακού που να ξεφεύγει του συμφωνημένου πλαισίου. Θα μιλήσω ακόμη πιο συγκεκριμένα για τον ΓΓ, ο οποίος λαμβάνει και κινείται στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ίδιου του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Όποιες θέσεις εκφράζει δημόσια η τουρκική πλευρά, τις εκφράζει εδώ και καιρό. Εκείνο που μετά βεβαιότητας μπορώ να σας πω είναι ότι η επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση των δύο κρατών, των προϋποθέσεων που θέτει η τουρκική πλευρά δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και αυτή δεν είναι απλά η θέση της Λευκωσίας. Αυτή είναι η θέση της διεθνούς κοινότητας.»